- σαγάνι
- το και σαχάνι, το (λ. τουρκ.), μικρό τηγάνι με δύο λαβές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαγάνι — και σαχάνι, το, Ν μικρό τηγάνι με δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahan] … Dictionary of Greek
σαγανάκι — και σαχανάκι, το, Ν 1. μικρό σαγάνι 2. το έδεσμα που παρασκευάζεται σε μικρό σαγάνι (α. «αβγά σαγανάκι» β. «τυρί σαγανάκι») 3. ανεμοστόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «μικρό σαγάνι» και «έδεσμα» < σαγάνι / σαχάνι, ενώ με τη σημ.… … Dictionary of Greek
σαγανάκι — το (λ. τουρκ.) 1. ριπή ανέμου, μπόρα. 2. μικρό σαγάνι. 3. αυτός που ψήνεται σε σαγάνι (αβγό, τυρί): Να σου ετοιμάσω ένα σαγανάκι να φας; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαχάνι — το, Ν 1. βλ. σαγάνι 2. τεμάχιο φύλλου λευκοσιδήρου … Dictionary of Greek